Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρήμασι πρός τι

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… …   Dictionary of Greek

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»